- χορηγητής
- ο, θηλ. χορηγήτρια, Ν1. αυτός που χορηγεί, χορηγός2. προμηθευτής.[ΕΤΥΜΟΛ. < χορηγώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χορηγητής — ο θηλ. χορηγήτρια 1. αυτός που χορηγεί, αυτός που παρέχει κάτι σε κάποιον. 2. εφοδιαστής, προμηθευτής: Είναι χορηγητής του ελληνικού στρατού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δότης — Αυτός που δίνει κάτι, ο ευεργέτης, ο χορηγητής. (Βιολ.) Ζώο ή φυτό που δίνει το μόσχευμα σε περίπτωση μεταμόσχευσης ή το εμβόλιο σε περίπτωση εμβολιασμού. (Ιατρ.) To άτομο που δίνει ένα όργανο του σώματός του για μεταμόσχευση ή το αίμα του για… … Dictionary of Greek
τροφοδότης — ο 1. αυτός που κάνει την τροφοδοσία, ο επαγγελματίας χορηγητής τροφίμων: Ο τροφοδότης του συντάγματος. 2. όργανο με το οποίο δίνουν τροφή στα μελίσσια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)